- πολυμνήστευτος
- -ον, Α(για γυναίκα) αυτή που θέλουν να τήν παντρευθούν πολλοί μνηστήρες, περιζήτητη («περιμάχητον ούσαν καὶ πολυμνήστευτον», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μνηστευτός (< μνηστεύω), πρβλ. α-μνήστευτος].
Dictionary of Greek. 2013.